- σαντζάκι
- Τουρκική λέξη, που σημαίνει σημαία. Έτσι ονομάστηκαν οι δύο μοναδικές διοικητικές μονάδες του τότε Οθωμανικού κράτους, επί Σουλτάνου Ορχάν, δεύτερου χρονολογικά σουλτάνου του κράτους. Καθώς όμως το κράτος μεγάλωνε σε έκταση, αυξανόταν και ο αριθμός των σ., των οποίων ο διοικητής λεγόταν σαντζάκ μπέης. Σύμφωνα με νόμο του 1864, που ρύθμιζε τη διοίκηση των επαρχιών, το σ. είναι η δεύτερη μετά το βιλαέτι διοικητική μονάδα και ο διοικητής του ονομάστηκε τότε μοντεσαρίφης. Αντί της λέξης σ., γινόταν χρήση και της αραβικής λιβά, η οποία σημαίνει επίσης σημαία. Τα σ. καταργήθηκαν το 1924, όταν θεσπίστηκαν οι μεταρρυθμίσεις του Κεμάλ. Καταργήθηκαν τότε διάφορες διοικητικές υποδιαιρέσεις και αφέθηκαν μόνο τα βιλαέτια και οι καζάδες (υποδιοικήσεις). Τα σημερινά ωστόσο βιλαέτια της Τουρκίας δεν είναι άλλα από τα άλλοτε σ., που διατηρούν μάλιστα και τις ίδιες ονομασίες, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις.
Dictionary of Greek. 2013.